διάπλατος

διάπλατος
-η, -ο
επίρρ. διάπλατα ολάνοιχτος, ανοιχτός σε όλο το πλάτος: Μην αφήνεις την εξώπορτα διάπλατη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάπλατος — η, ο 1. ορθάνοιχτος 2. ξεδιπλωμένος τελείως επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα β) πάνω στους δύο ώμους …   Dictionary of Greek

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αναπετής — (I) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπετάννυμι] ανοιχτός, διάπλατος. (II) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπέτομαι] αυτός που πετά, ο ιπτάμενος …   Dictionary of Greek

  • ορθάνοιχτος — η, ο ολότελα ανοιχτός, διάπλατος: Άφησες το παράθυρο ορθάνοιχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”